Από την άλλη πλευρά, αν εξετάσουμε ποιες είναι οι ετήσιες απολαβές του ελληνικού δημοσίου για όλα τα μεταλλεύματα που βρίσκονται στην Ελλάδα, το ποσό ανέρχεται στα δύο εκατομμύρια Ευρώ. Τώρα αν συγκρίνουμε τα δύο ποσά αντιλαμβανόμαστε ότι η Κύπρος με την ΑΟΖ της κατάφερε ήδη να απολάβει εκατό χρόνια ελληνικών μεταλλευμάτων. Δηλαδή η απλή ενοικίαση των θαλάσσιων οικοπέδων είναι ήδη τρομερά διαφορετική από την εξόρυξη των μεταλλευμάτων.
Αν τώρα υπολογίσουμε ακόμα και τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις για τις απολαβές του ελληνικού δημοσίου αποκλειστικά για τα αποθέματα που βρίσκονται Νότια της Κρήτης μέσω της έκθεσης της Deutsche Bank, το μέγεθος είναι της τάξης των 200 δισεκατομμυρίων Ευρώ, δηλαδή κάνουμε ακριβώς την ίδια σύγκριση, μιλάμε για μία χιλιετία απολαβών των μεταλλείων της Ελλάδας. Με αυτά τα δεδομένα, είναι εύκολο να επινοήσει κανείς μια υψηλή στρατηγική για την Ελλάδα και να υλοποιήσει ένα όραμα που δίνει πραγματική ανάκαμψη και ανάπτυξη.
Ας αφήσουμε λοιπόν τις άδοξες συζητήσεις για χρυσόσκονη με κυάνιο και αρσένιο κι ας επικεντρωθούμε επιτέλους σε αυτό που είναι η ουσία για την πατρίδα μας, δηλαδή το απέραντο γαλάζιο. Η ελληνική ΑΟΖ προσφέρει ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα για μας, κατά συνέπεια δεν υπάρχει λόγος να χάνουμε χρόνο με εύρεση τοπικών τακτικών και εξοικονόμησης, την ώρα που έχουμε τη δυνατότητα να την αξιοποιήσουμε ακριβώς με την ίδια μεθοδολογία που ανέπτυξε η Κύπρος με τη θέσπιση το 2004 και τις διαδοχικές οριοθετήσεις με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και το Ισραήλ, το 2003, το 2007 και το 2010.
Τώρα πια υπάρχει μία κοινή πορεία σε υψηλό επίπεδο και μπορούμε μάλιστα να επιταχύνουμε τις διαδικασίες, αφού είναι ήδη γνωστές από την επιτροπή της ελληνικής ΑΟΖ, διότι σε αυτήν βρίσκεται και ο Σόλωνας Κασσίνης, ο οποίος είναι πλέον και αντιπρόεδρος της κρατικής εταιρείας της Κύπρου για τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Αν τα σκεφτούμε ορθολογικά όλα αυτά τα στοιχεία μετά από τα δεδομένα των σεισμικών δεδομένων που έχουμε πια στη διάθεσή μας, τότε ξέρουμε για το μέλλον της Ελλάδας.